Translate

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Αναμνήσεις από το χωριό του Αγγελόπουλου

  Η σημερινή εκπομπή αφιερώνει λόγια και μουσικές στον ποιητή των εικόνων τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Την ώρα που θα εκπέμπουν τα «Παραμυθοποιήματα» έχει οριστεί η νεκρώσιμος ακολουθία και νομίζω πως είναι ο καλύτερος τρόπος να τον συνοδέψουμε με ωραίες μνήμες και μουσικές από τις ταινίες του. Έχω όμως κι ένα λόγο παραπάνω που νιώθω την ανάγκη και υποχρέωση να πράξω σήμερα έτσι.Ευχαριστώ τη ζωή, την τύχη και το Θεό που είχα την μεγάλη ευκαιρία στη ζωή μου να συμμετέχω σε μια από τις πιο αξιόλογες κινηματογραφικές ταινίες της Ελλάδας αλλά και του κόσμου όλου. Δεν είναι τόσο η φήμη και η δόξα που μπορεί  να σκεφτεί κανείς γύρω από το θέμα αυτό, ούτε που με νοιάζει άλλωστε κάτι τέτοιο! 
Από τα δώρα της ζωής η επαφή κι η επικοινωνία που προέκυψε για ένα και πλέον χρόνο που συμμετείχα στα γυρίσματα αυτής της ταινίας. Αφενός εκτίμησα και θαύμασα πολύ περισσότερο το σκηνοθέτη βλέποντας τον να δουλεύει και να ποιεί με τον μοναδικό του τρόπο, αφετέρου είδα κι ένιωσα πράγματα, καταστάσεις κι εμπειρίες που νομίζω ότι δεν θα έχω άλλη φορά τέτοια ευκαιρία στη ζωή μου. Δεν είναι τόσο εύκολο να καταγράψω τα συναισθήματα που γέννησε μέσα μου αυτή η συμμετοχή. Ήταν για μένα μια εποχή, που καιρό πριν είχα ξεκινήσει να δουλεύω τη ζωγραφική μου θεματική ενότητα «Το βλέμμα της προσφυγιάς» οπότε κανείς καταλαβαίνει την ψυχική φόρτιση και διέγερση που μου προξενούσε. Και αφιλοκερδώς να ήταν πάλι θα πήγαινα! Ο Αγγελόπουλος είχε τον τρόπο να εκπέμπει πότε με την ηρεμία του και πότε με εντάσεις απρόσμενες και για μας που δεν τον γνωρίζαμε ως τότε από κοντά ήταν μιά μεγάλη αποκάλυψη. 

Προσωπικά μου προξενούσε δέος, καθώς τον θαύμαζα και τον θεωρούσα Έλληνα Ταρκόφσκι. Μιλούσε με τις κινήσεις των χεριών του, με το βλέμμα και το χαμόγελο του. Αρχικά σου έλεγε τι ακριβώς ήθελε να κάνεις, τι στάση να έχει το σώμα σου, τι έκφραση το πρόσωπο σου, που και πώς να κοιτάζεις, πως να συνεχίσεις στο παρακάτω της σκηνής. Κι εσύ που δεν είσαι ηθοποιός αλλά κομπάρσος, τ’ ακούς και νομίζεις πως κατάλαβες τι θέλει. Έρχεται η στιγμή της εφαρμογής και δεν σου βγαίνει… και ξανά απ’ την αρχή.. 2.. 5.. 10.. 20.. 30 φορές η ίδια σκηνή.. χαλάλι του. Ποτέ δεν γόγγυξα γι’ αυτή την γλυκιά ταλαιπώρια. Συμμετείχα με όλο μου το είναι. Κι ούτε μ’ ένοιαζε το μεροκάματο για το οποίο γινόταν ατέλειωτες συζητήσεις από το πλήθος των κομπάρσων. Που δεν είμασταν οργανωμένοι που δεν διεκδικούσαμε περισσότερα κι άλλα τέτοια. Στο κάτω - κάτω οικιοθελώς συμμετείχε ο καθένας.

 Μαζευόμασταν από το πρωί στην Αποθήκη στο Λιμάνι της Σαλονίκης. Έπρεπε να βρεθεί η κατάλληλη ενδυμασία για τη συγκεκριμένη κάθε φορά σκηνή, να γίνει το χτένισμα της εποχής και το μακιγιάζ. Άσχετα αν δεν είμαστε σε πλάνο κοντινό, όλα έπρεπε να είναι όπως τα φαντάστηκε εκείνος. Τις περισσότερες φορές περιμέναμε ατέλειωτες ώρες για να συννεφιάσει και να γίνει το γύρισμα. Με τον ήλιο δεν τα πήγαινε καλά στην ταινία. Αξέχαστα θα μας  μείνουν τα τεράστια σάντουιτς που μας προσέφεραν σε κάθε γύρισμα στο διάλλειμα. Η Άννα ακόμη μιλάει γι’ αυτό και μιλά για τη γεύση της μπαγκέτας. Κάποια φορά, για δυο μέρες γυρίζαμε σκηνή στην οποία επικρατούσε κυνηγητό κι ένας μικρός πανικός. Κόσμος ανέβαινε και κατέβαινε σκάλες, πόρτες άνοιγαν κι έκλειναν, κάποιος έτρεχε να κρυφτεί, αλλά στο τέλος ηθοποιοί και κομπάρσοι το πετύχαμε κι ας γίναμε λιώμα. Όμως τι κρίμα που εκείνες οι μπομπίνες χάθηκαν κατά την αποστολή για Αθήνα, δεν ξέρω πως.. 


Μέρες τώρα με τυραννά το δίλλημα αν πρέπει να δημοσιεύσω φωτογραφίες από τα γυρίσματα ή να τις κρατήσω για μένα για τα προσφιλή μου πρόσωπα. Ο ποιητής των εικόνων μου δημιούργησε  τόσα μα τόσα συναισθήματα και σκέψεις με την ίδια του τη στάση στα γυρίσματα, με τις όμορφες συζητήσεις που έκανε μαζί μας στα διαλλείματα. Όσα έζησα τότε γεννήθηκαν ξανά, δέκα χρόνια μετά και ζωντάνεψαν μέσ’ την καρδιά μου με την είδηση του χαμού του.
Ο Αγγελόπουλος ήταν ο ίδιος του ένας ρόλος. Έδειχνε ν’ αγαπάει πολύ τα παιδιά. Είδα πως αντιμετώπιζε την πεντάχρονη τότε κόρη μου, τ’ άλλα παιδιά αλλά και τους ηθοποιούς του. Αξέχαστη θα μου μείνει η σκηνή που μάλωνε γλυκά την πρωταγωνίστρια της ταινίας Αλεξάνδρα Αϊδίνη.. «καταλαβαίνεις!!;;» της έλεγε.. «είναι ο αγαπημένος σου.. να δείχνεις όλο σου τον έρωτα και την αγάπη..» Είχε πάντως τρομερή υπομονή με όλους. Απορούσα  πως άντεχε με τόσο απαίδευτο κόσμο που συμμετείχαν ως κομπάρσοι και  που δεν καταλάβαιναν ούτε τα στοιχειώδη.. 



Δεν ξέρω τι θα μπορούσα να γράψω σε μια πιο νηφάλια στιγμή μου, ίσως καταφέρω τότε να μεταφέρω καλύτερα και περισσότερα από ότι τώρα, που ένα κύμα σηκώθηκε μέσα μου στο άκουσμα του απρόσμενου και άδικου χαμού του. Από νωρίς  το βράδυ είχα ακούσει για τον σοβαρό τραυματισμό του αλλά κάτι μέσα μου πέτρωσε κι είπα εδώ είναι το τέλος, αλλά μη θέλοντας να το πιστέψω παραμέρισα τη σκέψη κι έφερα στο νου μου εικόνες από τις στιγμές που έζησα ένα χρόνο συμμετέχοντας ως κομπάρσος στην ταινία «Το λιβάδι που δακρύζει». Ποτέ ως τότε δεν είχα σκεφτεί ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο στη ζωή μου. Κι όμως συνέβη. Για αρκετό διάστημα η παραγωγή έψαχνε παιδιά από τη Θεσσαλονίκη για να συμμετάσχουν στην ταινία. Εκείνο το διάστημα η μεγάλη κόρη μου η Άννα, έπαιζε πολύ θέατρο στο παιδικό σχολείο κι ενδιαφερόταν πολύ για τους ρόλους. Κάποια στιγμή της είπα για τον Αγγελόπουλο και την ταινία κι αν ήθελε να δοκιμάσει. Κανονίστηκε έτσι το ραντεβού με το σκηνοθέτη για να την δει. Στην αίθουσα του ξενοδοχείου Electra Palace που ήταν η οντισιόν, μαζί κι ο βοηθός του ο Αλέξανδρος Λαμπρίδης. Περίμενα απέξω και τους άκουγα να συνομιλούν  κάνοντας της διάφορες ερωτήσεις. Την ήθελε για το ρόλο της πρωταγωνίστριας (σε παιδική ηλικία) όταν ερχόταν πρόσφυγας με τους γονείς της από την Οδησσό, για την πρώτη σκηνή που γυρίστηκε στη λίμνη Κερκίνη. Η Άννα όμως ήταν πολύ μελαχρινή για να πάρει το ρόλο αυτό. Ο σκηνοθέτης όμως που  ενθουσιάστηκε με την παρουσία της Άννας της δημιούργησε ρόλο για το προσφυγικό χωριό στο λιμάνι. Στο τέλος της ταινίας ακούγεται και η φωνή της, «γιαγιά έχεις γράμμα». Θυμάμαι που μου είπε τότε, μισοαστεία μισοεπιτακτικά αλλά με πολύ ζεστασιά, «Αν θέλεις θα παίξεις κι εσύ στην ταινία. Θα κάνεις αυτό που είσαι, τη μαμά της. Μόνο που θ’ αλλάξεις χρώμα στα μαλλιά σου (τότε τα είχα βαμμένα κόκκινα) και με ρώτησε ποιο είναι το φυσικό τους χρώμα. «Δεν επιτρέπεται να έχεις τέτοιο πρόσωπο με τέτοια μάτια και να έχεις έτσι τα μαλλιά σου!». «Αφαιρείς από την ομορφιά σου!» Έτσι κι εγώ υπάκουσα κι ακολούθησα την επιθυμία του. Μόνο κερδισμένη νιώθω σε όλα τα επίπεδα από μια τέτοια εμπειρία. Θα τον θυμάμαι πάντα με αγάπη, για όσα κυρίως δεν δύναμαι να μεταφέρω γραπτώς κι ίσως οι φωτογραφίες το κάνουν καλύτερα… 

Υγ. υπόσχομαι στον εαυτό μου κάποια στιγμή νηφάλια και λιγότερο φορτισμένη να γράψω όλα όσα θα ‘θελα να πω για ότι έζησα κι ένιωσα στο «χωριό του Αγγελόπουλου» κοντά στο μεγάλο ποιητή.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου