Translate

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Αναμνήσεις από το χωριό του Αγγελόπουλου

  Η σημερινή εκπομπή αφιερώνει λόγια και μουσικές στον ποιητή των εικόνων τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Την ώρα που θα εκπέμπουν τα «Παραμυθοποιήματα» έχει οριστεί η νεκρώσιμος ακολουθία και νομίζω πως είναι ο καλύτερος τρόπος να τον συνοδέψουμε με ωραίες μνήμες και μουσικές από τις ταινίες του. Έχω όμως κι ένα λόγο παραπάνω που νιώθω την ανάγκη και υποχρέωση να πράξω σήμερα έτσι.Ευχαριστώ τη ζωή, την τύχη και το Θεό που είχα την μεγάλη ευκαιρία στη ζωή μου να συμμετέχω σε μια από τις πιο αξιόλογες κινηματογραφικές ταινίες της Ελλάδας αλλά και του κόσμου όλου. Δεν είναι τόσο η φήμη και η δόξα που μπορεί  να σκεφτεί κανείς γύρω από το θέμα αυτό, ούτε που με νοιάζει άλλωστε κάτι τέτοιο! 
Από τα δώρα της ζωής η επαφή κι η επικοινωνία που προέκυψε για ένα και πλέον χρόνο που συμμετείχα στα γυρίσματα αυτής της ταινίας. Αφενός εκτίμησα και θαύμασα πολύ περισσότερο το σκηνοθέτη βλέποντας τον να δουλεύει και να ποιεί με τον μοναδικό του τρόπο, αφετέρου είδα κι ένιωσα πράγματα, καταστάσεις κι εμπειρίες που νομίζω ότι δεν θα έχω άλλη φορά τέτοια ευκαιρία στη ζωή μου. Δεν είναι τόσο εύκολο να καταγράψω τα συναισθήματα που γέννησε μέσα μου αυτή η συμμετοχή. Ήταν για μένα μια εποχή, που καιρό πριν είχα ξεκινήσει να δουλεύω τη ζωγραφική μου θεματική ενότητα «Το βλέμμα της προσφυγιάς» οπότε κανείς καταλαβαίνει την ψυχική φόρτιση και διέγερση που μου προξενούσε. Και αφιλοκερδώς να ήταν πάλι θα πήγαινα! Ο Αγγελόπουλος είχε τον τρόπο να εκπέμπει πότε με την ηρεμία του και πότε με εντάσεις απρόσμενες και για μας που δεν τον γνωρίζαμε ως τότε από κοντά ήταν μιά μεγάλη αποκάλυψη. 

Προσωπικά μου προξενούσε δέος, καθώς τον θαύμαζα και τον θεωρούσα Έλληνα Ταρκόφσκι. Μιλούσε με τις κινήσεις των χεριών του, με το βλέμμα και το χαμόγελο του. Αρχικά σου έλεγε τι ακριβώς ήθελε να κάνεις, τι στάση να έχει το σώμα σου, τι έκφραση το πρόσωπο σου, που και πώς να κοιτάζεις, πως να συνεχίσεις στο παρακάτω της σκηνής. Κι εσύ που δεν είσαι ηθοποιός αλλά κομπάρσος, τ’ ακούς και νομίζεις πως κατάλαβες τι θέλει. Έρχεται η στιγμή της εφαρμογής και δεν σου βγαίνει… και ξανά απ’ την αρχή.. 2.. 5.. 10.. 20.. 30 φορές η ίδια σκηνή.. χαλάλι του. Ποτέ δεν γόγγυξα γι’ αυτή την γλυκιά ταλαιπώρια. Συμμετείχα με όλο μου το είναι. Κι ούτε μ’ ένοιαζε το μεροκάματο για το οποίο γινόταν ατέλειωτες συζητήσεις από το πλήθος των κομπάρσων. Που δεν είμασταν οργανωμένοι που δεν διεκδικούσαμε περισσότερα κι άλλα τέτοια. Στο κάτω - κάτω οικιοθελώς συμμετείχε ο καθένας.

 Μαζευόμασταν από το πρωί στην Αποθήκη στο Λιμάνι της Σαλονίκης. Έπρεπε να βρεθεί η κατάλληλη ενδυμασία για τη συγκεκριμένη κάθε φορά σκηνή, να γίνει το χτένισμα της εποχής και το μακιγιάζ. Άσχετα αν δεν είμαστε σε πλάνο κοντινό, όλα έπρεπε να είναι όπως τα φαντάστηκε εκείνος. Τις περισσότερες φορές περιμέναμε ατέλειωτες ώρες για να συννεφιάσει και να γίνει το γύρισμα. Με τον ήλιο δεν τα πήγαινε καλά στην ταινία. Αξέχαστα θα μας  μείνουν τα τεράστια σάντουιτς που μας προσέφεραν σε κάθε γύρισμα στο διάλλειμα. Η Άννα ακόμη μιλάει γι’ αυτό και μιλά για τη γεύση της μπαγκέτας. Κάποια φορά, για δυο μέρες γυρίζαμε σκηνή στην οποία επικρατούσε κυνηγητό κι ένας μικρός πανικός. Κόσμος ανέβαινε και κατέβαινε σκάλες, πόρτες άνοιγαν κι έκλειναν, κάποιος έτρεχε να κρυφτεί, αλλά στο τέλος ηθοποιοί και κομπάρσοι το πετύχαμε κι ας γίναμε λιώμα. Όμως τι κρίμα που εκείνες οι μπομπίνες χάθηκαν κατά την αποστολή για Αθήνα, δεν ξέρω πως.. 


Μέρες τώρα με τυραννά το δίλλημα αν πρέπει να δημοσιεύσω φωτογραφίες από τα γυρίσματα ή να τις κρατήσω για μένα για τα προσφιλή μου πρόσωπα. Ο ποιητής των εικόνων μου δημιούργησε  τόσα μα τόσα συναισθήματα και σκέψεις με την ίδια του τη στάση στα γυρίσματα, με τις όμορφες συζητήσεις που έκανε μαζί μας στα διαλλείματα. Όσα έζησα τότε γεννήθηκαν ξανά, δέκα χρόνια μετά και ζωντάνεψαν μέσ’ την καρδιά μου με την είδηση του χαμού του.
Ο Αγγελόπουλος ήταν ο ίδιος του ένας ρόλος. Έδειχνε ν’ αγαπάει πολύ τα παιδιά. Είδα πως αντιμετώπιζε την πεντάχρονη τότε κόρη μου, τ’ άλλα παιδιά αλλά και τους ηθοποιούς του. Αξέχαστη θα μου μείνει η σκηνή που μάλωνε γλυκά την πρωταγωνίστρια της ταινίας Αλεξάνδρα Αϊδίνη.. «καταλαβαίνεις!!;;» της έλεγε.. «είναι ο αγαπημένος σου.. να δείχνεις όλο σου τον έρωτα και την αγάπη..» Είχε πάντως τρομερή υπομονή με όλους. Απορούσα  πως άντεχε με τόσο απαίδευτο κόσμο που συμμετείχαν ως κομπάρσοι και  που δεν καταλάβαιναν ούτε τα στοιχειώδη.. 



Δεν ξέρω τι θα μπορούσα να γράψω σε μια πιο νηφάλια στιγμή μου, ίσως καταφέρω τότε να μεταφέρω καλύτερα και περισσότερα από ότι τώρα, που ένα κύμα σηκώθηκε μέσα μου στο άκουσμα του απρόσμενου και άδικου χαμού του. Από νωρίς  το βράδυ είχα ακούσει για τον σοβαρό τραυματισμό του αλλά κάτι μέσα μου πέτρωσε κι είπα εδώ είναι το τέλος, αλλά μη θέλοντας να το πιστέψω παραμέρισα τη σκέψη κι έφερα στο νου μου εικόνες από τις στιγμές που έζησα ένα χρόνο συμμετέχοντας ως κομπάρσος στην ταινία «Το λιβάδι που δακρύζει». Ποτέ ως τότε δεν είχα σκεφτεί ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο στη ζωή μου. Κι όμως συνέβη. Για αρκετό διάστημα η παραγωγή έψαχνε παιδιά από τη Θεσσαλονίκη για να συμμετάσχουν στην ταινία. Εκείνο το διάστημα η μεγάλη κόρη μου η Άννα, έπαιζε πολύ θέατρο στο παιδικό σχολείο κι ενδιαφερόταν πολύ για τους ρόλους. Κάποια στιγμή της είπα για τον Αγγελόπουλο και την ταινία κι αν ήθελε να δοκιμάσει. Κανονίστηκε έτσι το ραντεβού με το σκηνοθέτη για να την δει. Στην αίθουσα του ξενοδοχείου Electra Palace που ήταν η οντισιόν, μαζί κι ο βοηθός του ο Αλέξανδρος Λαμπρίδης. Περίμενα απέξω και τους άκουγα να συνομιλούν  κάνοντας της διάφορες ερωτήσεις. Την ήθελε για το ρόλο της πρωταγωνίστριας (σε παιδική ηλικία) όταν ερχόταν πρόσφυγας με τους γονείς της από την Οδησσό, για την πρώτη σκηνή που γυρίστηκε στη λίμνη Κερκίνη. Η Άννα όμως ήταν πολύ μελαχρινή για να πάρει το ρόλο αυτό. Ο σκηνοθέτης όμως που  ενθουσιάστηκε με την παρουσία της Άννας της δημιούργησε ρόλο για το προσφυγικό χωριό στο λιμάνι. Στο τέλος της ταινίας ακούγεται και η φωνή της, «γιαγιά έχεις γράμμα». Θυμάμαι που μου είπε τότε, μισοαστεία μισοεπιτακτικά αλλά με πολύ ζεστασιά, «Αν θέλεις θα παίξεις κι εσύ στην ταινία. Θα κάνεις αυτό που είσαι, τη μαμά της. Μόνο που θ’ αλλάξεις χρώμα στα μαλλιά σου (τότε τα είχα βαμμένα κόκκινα) και με ρώτησε ποιο είναι το φυσικό τους χρώμα. «Δεν επιτρέπεται να έχεις τέτοιο πρόσωπο με τέτοια μάτια και να έχεις έτσι τα μαλλιά σου!». «Αφαιρείς από την ομορφιά σου!» Έτσι κι εγώ υπάκουσα κι ακολούθησα την επιθυμία του. Μόνο κερδισμένη νιώθω σε όλα τα επίπεδα από μια τέτοια εμπειρία. Θα τον θυμάμαι πάντα με αγάπη, για όσα κυρίως δεν δύναμαι να μεταφέρω γραπτώς κι ίσως οι φωτογραφίες το κάνουν καλύτερα… 

Υγ. υπόσχομαι στον εαυτό μου κάποια στιγμή νηφάλια και λιγότερο φορτισμένη να γράψω όλα όσα θα ‘θελα να πω για ότι έζησα κι ένιωσα στο «χωριό του Αγγελόπουλου» κοντά στο μεγάλο ποιητή.




Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Γιάννης Καλπούζος - Ο Άγιος δαίμονας της γραφής


 Η εκπομπή σήμερα ζωγραφίζει το πορτρέτο ενός ανθρώπου που έχει γίνει πασίγνωστος τα τελευταία χρόνια καθώς έχει γράψει δύο πετυχημένα μυθιστορήματα το Ιμαρέτ (Βραβείο αναγνωστών από το ΕΚΕΒΙ) και το Άγιοι-και-Δαίμονες εις ταν πόλιν. Στο ενεργητικό του υπάρχουν συνολικά πέντε ποιητικές συλλογές και πέντε μυθιστορήματα. Στίχοι για ένα θεατρικό παραμύθι και εξήντα επτά τραγούδια. Παίρνω απ’ το χέρι κάποια από τα τραγούδια και τα οδηγώ μέσω της κονσόλας και της ραδιοσυχνότητας http://www.cityinternational.gr/home/index.asp να βγουν στον αέρα να φτάσουν στις καρδιές των ακροατών. Είναι φορές που σκέφτομαι ότι κάποιες φωνές και κάποια τραγούδια δεν τα έχω μεταδώσει ποτέ από τις εκπομπές μου. Σήμερα εκτός από τα πολύ γνωστά κι αγαπημένα τραγούδια του δημιουργού, που ερμήνευσαν ο Ορφέας Περίδης (Γιατι πολύ σ’ αγάπησα), η Γλυκερία (Ότι αγαπώ είναι δικό σου), ο Γιάννης Σαββιδάκης (Δέκα Μάγισσες) και ο  Κώστας Μακεδόνας (Σαν αετός θα σηκωθώ), θ’ ακούσουμε  τραγούδια με τους «Παίδες εν τάξει», την Αγγελική Ζήκα, τους «Οπισθοδρομικούς» κ.ά. Τι κοινό έχουν όλες αυτές οι φωνές και θ’ ακουστούν στα παραμυθοποιήματα σήμερα!; Μα τον κοινό παρονομαστή, τους στίχους του Γιάννη Καλπούζου. Άλλα πιο γνωστά κι άλλα λιγότερο κι ίσως αδικημένα..      


Η πρώτη φορά που άκουσα το όνομα Γιάννης Καλπούζος ήταν για το τραγούδι «Δέκα μάγισσες». Ήταν το 1997 που κυκλοφόρησε ο ομότιτλος δίσκος κι έκανε τεράστια εμπορική επιτυχία. Ο ερμηνευτής του τραγουδιού Γιάννης Σαβιδάκης, μού ήταν ιδιαίτερα συμπαθής καθώς τον είχα συναντήσει χρόνια πριν στην Κρήτη, όπου γνώρισα  επίσης και πολλούς συγγενείς του. Μάλιστα στον Ι.Ναό του χωριού του, στο οροπέδιο Λασιθίου, έχω κάνει αγιογραφίες. Όμορφο τραγούδι και πλέον κλασικό. Κράτησα το όνομα του στιχουργού και το συνάντησα σε αρκετά τραγούδια ειδικά στις μεταδόσεις των εκπομπών μου. Στις αρχές του 2009 ξεκίνησα την επικοινωνία με τα social media κυρίως μέσω του face book μεταξύ άλλων είχα την ευκαιρία να γνωρίσω  καλύτερα τον καλλιτέχνη και άνθρωπο που με τιμά με τη φιλία του. Τρία χρόνια στις σελίδες των πολλών προφίλ έχω συναντήσει κι έχω γνωρίσει πάρα πολλούς ανθρώπους. Θέλει δεν θέλει κανείς, καταλήγει σε πολλά συμπεράσματα από τις όμορφες αλλά και ανορθόδοξες πολλές φορές ακατανόητες συμπεριφορές των ανθρώπων. Χάνει τους πραγματικούς του φίλους καμιά φορά και μέσα σ’ αυτή την ηλεκτρονική χοάνη έχει την ευκαιρία να έρθει σ’ επικοινωνία με ανθρώπους που ούτε το φανταζόταν ποτέ. Μέσα στη γενικότερη οικονομική κρίση  του καιρού μας αλλά και κρίση ηθών και αξιών, άνθρωποι σαν το Γιάννη Καλπούζο αποτελούν φάρο στα ελληνικά γράμματα αλλά και γενικότερα στην τρικυμία της ζωής.  Ένα από τα πιο συγκινητικά στοιχεία που συναντώ στην ποίηση και τη γραφή  του, είναι αυτή η φανερή - απόκρυφη θεολογία που διατρέχει σχεδόν κάθε ποίημα του. Προσεγγίζοντας μόνο ως αναγνώστρια το έργο του συγγραφέα και με καμία άλλη ιδιότητα ειδικού, μπορώ να πω με κάθε σεβασμό και λατρεία πως πρόκειται για έναν άγιο δαίμονα της γραφής. Εισχωρεί στα τρίσβαθα της ψυχής για να φέρει στη επιφάνεια σκέψεις απόκρυφες, συναισθήματα, πόθους και  καημούς αλλά και πανανθρώπινες ιδέες και αξίες. Για να τα βρει και να τα κατανοήσει κανείς όλα αυτά πρέπει να ψάξει πίσω από τα πράγματα και στην περίπτωση μας πίσω από τις λέξεις, τα ποιήματα και τα πεζά κείμενα. 



Ο άξιος δημιουργός ξεκίνησε την πορεία του με το «Μεθυσμένο δρόμο» Ένα γοητευτικό βιβλίο που συναρπάζει με την ειλικρίνεια και τις αναζητήσεις του ήρωα του, που από χρόνια νιώθει μέσα του πως υπάρχει ένας δρόμος που τον καλεί. Ένα ταξίδι φυγής που θέλει να πραγματοποιήσει και παρακινούμενος από τις εσωτερικές του συγκρούσεις αφήνει τη  σιγουριά του  κι ακολουθεί το όνειρο του. Ο μεθυσμένος δρόμος του, στην πορεία θα τον φέρει κοντά σε  ανθρώπους, που με την ίδια τους τη ζωή γίνονται παράδειγμα για να κατακτήσει την αυτογνωσία. Στέκομαι στο διάλογο  που είχε ο ήρωας  με τον πατέρα Συμεών και καταγράφω τις  δέκα βασικές αρχές αυτογνωσίας: «Ο θυμός είναι το πρώτο κάστρο που πρέπει να κατεδαφίσεις. Το δεύτερο που πρέπει να μάθεις είναι να αυτοδιδάσκεσαι μέσα από τις εμπειρίες και τα βιώματα σου. Το τρίτο  βήμα  είναι  να σκέφτεσαι ότι υπάρχεις μαζί με άλλους. Το τέταρτο είναι η προσεκτική παρατήρηση, του έσω και του έξω κόσμου. Το πέμπτο είναι η υπομονή και η χρονική βραδύτητα στη διατύπωση θέσεων, αργάζοντας τις σκέψεις σου όπως το μαλλί, χωρίς όμως να φτάνεις σε καθολική αδυναμία να έχεις άποψη. Το έκτο είναι να είσαι επιεικής και να συγχωρείς τα λάθη των άλλων και αυστηρός με τα δικά σου, όσο θα ήθελες να είναι οι άλλοι με τον εαυτό τους. Το έβδομο να δοκιμάζεις την αντοχή σου, στις αδυναμίες σου. Το όγδοο να βλέπεις το παρελθόν από εκεί που ξεκίνησες, αλλά και να σκέφτεσαι πως ό,τι έχεις κάνει δεν είναι ποτέ πολύ, αλλά ούτε ν’ αδικείς τον εαυτό σου. Το ένατο  να μένεις μόνος και να διαλογίζεσαι. Το δέκατο κι ίσως πιο δύσκολο βήμα είναι να τα βρεις με τον εαυτό σου και να ημερέψεις το «εγώ» σου.

Ο ποιητής απορεί σαν παιδί κι αναρωτιέται σαν σοφός  στο «Νερό των Ονείρων» 
«Και ποια είναι η φωνή μου; η πριν η τώρα η μετά ή δεν υπάρχει «μου» σ’ αυτό που λέω φωνή μου.-»  για να συμπεράνει με γλυκό παράπονο σ’ ένα άλλο ποίημα του 
«Εγώ λυγμών καρπός / Εγώ ματαίων κόπος»
Και να μας δηλώσει κάπου αλλού: «Συλλέγω τη μορφή μου. / 
Συλλέγω ό,τι δόθηκε στα μάτια μου. /  Ό, τι ψηλάφισαν τα χέρια μου.  / Συλλέγομαι απ’ όπου σκορπίστηκα.Αντλία μνήμης. / Συλλέκτης. / Όπου σκορπίστηκα με άντλησε η μνήμη άλλων. / Μνήμες, διασταυρούμενα πυρά, όπως αλληλογραφούν οι θύελλες. / Εδώ η περόνη των ματιών σου, εκεί τα οπωροφόρα χείλη σου. / 
Τα αινίγματα κάθονται στις καρέκλες, η οροφή απούσα να διέρχεται ο σταλακτίτης χρόνος.»    



Στο «Έρωτας Νυν και Αεί» ζει και ασκητεύει στον έρωτα, πάνω στο σώμα της πατρίδας που γίνεται γυναίκα ή μήπως η γυναίκα γίνεται πατρίδα.. Με το  ξεχείλισμα των ήχων, των οσμών και των ωραίων αισθημάτων για τις ψηφίδες της ελληνικής γης και της ανθρώπινης ζωής. Ένα απόσταγμα ψυχής που εξυψώνει το νου και τις αισθήσεις. «Λέγε με πάθος. Πληθυντικό του πάθους. Πορεύομαι στην οδό των παθών. Οδηγώ τα πάθη. Με οδηγούν. Κύκλοι ομόκεντροι. Μείζονες και ελάσσονες. Δεινοπαθούντες άπαντες. Εν χορδαίς και τυμπάνοις, άπαντες. / Ελέου πάθους αφίενται μου αι αμαρτίαι. / Μην προχωράς, σε μια τόσο σύντομη ζωή οι συμβουλές είναι άχρηστες. Βεβαιότητες. Βιαιότητες...»

Για να πάμε στο κοινωνικό και πολιτικό στοιχείο του έργου του: «Την αποκτήνωση όμως και την αλλοίωση του χαρακτήρα των ανθρώπων επιφέρει και η οικονομική ένδεια. Απομυζά τη θετική τους ενέργεια, τους απογυμνώνει από κάθε αρετή και αφανίζει εν είδει αυτοτιμωρίας τα πιο μεγάλα τους όνειρα.»
Αναφέρει στο Ιμαρέτ ο Γ.Καλπούζος. Ένα βιβλίο που αγαπήθηκε πολύ κι εγώ ξεχώρισα εκεί  τον παππού Ισμαήλ, ως "προεξάρχων του χορού" των ηρώων του βιβλίου που νουθετεί, που στοχάζεται και  θέτει ερωτήματα: «Ρώτησαν το λίγο «Πού πας;». «Στο πολύ» απάντησε». Λοιπόν μια παροιμία λέει: «Το αδειανό τουφέκι δυο φοβίζει». Γιατί δυο; …Κι ο Λιόντος που βρήκε την απάντηση δεν κρατήθηκε: «Κι αυτόν που το κρατάει γιατί είναι άδειο κι αυτόν που απειλεί γιατί νομίζει πως είναι γεμάτο».- Κι όταν αναφέρεται στις κάθε λογής εξουσίες της εποχής που απεργάζονταν τη διχόνοια «Όλοι οι μασκαράδες μαζί κάνουν μια αποκριά..». Οι πρωταγωνιστές του ο Λιόντος και ο Νετζίπ δυό αλλόθρησκα παιδιά και φίλοι, μορφώνονται και σπουδάζουν στο «σχολείο» της ζωής, ανακαλύπτοντας πως: «Ο πόνος δεν έχει πατρίδα!». «Έχει όμως αυτούς που τον γεννάνε»   Το κουβάρι της μυθοπλασίας ξετυλίγεται σιγά σιγά με λέξεις, διαλόγους, ποιητικές και θυμοσοφικές προσεγγίσεις, συναισθηματικές εξάρσεις και γεγονότα που φέρνουν μπρος στο βλέμμα μας μια περίοδο της Ελληνικής ιστορίας που άφησε ανεξίτηλα σημάδια και πληγές, οι οποίες αιμορραγούσαν μέχρι το πρόσφατο παρελθόν και μέχρι η ζωή να ξαναβρεί το κανονικό της βήμα.
«Όπως και να’ χει όλοι είμαστε παιδιά στο Ιμαρέτ του Θεού»
Για δες κι αυτό αγαπητέ μου ακροατή και αναγνώστη που γράφει στην «Παντομίμα φαντασμάτων» όπου: «Υποθετικά κατακτάς το απόκρυφο. Υποθετικά θεωρείς πως πλησίασες ένα μηδαμινό μέρος της αλήθειας. Κι όποιος λογίζει σιγουριά την υπόθεση, ματαιοπονεί. Μα κι όποιος διατηρεί την αμφιβολία, ας μη θεωρήσει τον εαυτό του νικητή».
Επικολυρικές συνθέσεις στα κείμενα του Γιάννη Καλπούζου που τα συνοδεύει η  μαγεία του έρωτα και της αγάπης, η συνείδηση της αλήθειας, κι η ελευθερία της ψυχής. Με γλώσσα θερμή που αποτυπώνεται άλλοτε δωρικά και λιτά κι άλλοτε πληθωρικά χωρίς τίποτα να έχει δοθεί ατημέλητο. Καθώς ως «πνευματικός οικοδόμος» μορφοποιεί κάθε ακατέργαστο λίθο, δουλεύοντας ακατάπαυστα και βασανιστικά. Έχει τη δική του φωνή με άπειρες αποχρώσεις. Έχω νιώσει συχνά διαβάζοντας τα βιβλία του, πως μπαίνω σε λαβύρινθο και χάνω το χρόνο από την πληθώρα ονομάτων, γεγονότων κι εξελίξεων. Πάντα όμως οδηγούν σ’ ένα αποτέλεσμα όπου αγωνιάς να δεις το παρακάτω αλλά δεν βιάζεσαι διόλου να τελειώσεις το βιβλίο. Και αυτό κατά γενική ομολογία πολλών αναγνωστών!


Ιστορία και μυθοπλασία στον αργαλειό της γραφής του Γιάννη Καλπούζου, υφαίνουν κλωστές και νήματα που γίνονται υφαντό ζωής και μνήμης. Πάντα πίσω από τα γεγονότα βρίσκεται ο άνθρωπος κι η εξύψωση του. Αλλά κι ένα κρυμμένο πνεύμα. Έχει αυτό που αποκαλούμε ντουέντε. Αυτό που θα μπορούσα να το πω αλλιώς πάλη! Μια δύναμη εκφρασμένη και ειπωμένη με πολλούς τρόπους στις ζωές των ηρώων του. Τι να θυμηθώ.. τον Τζανή στη σταύρωση του, Τον Παυλή στις φυλακές του Μπάνιον ή στις σκηνές με το ναυάγιο στη Μαύρη Θάλασσα! Ή μήπως τον φτωχοδιάβολο Ανθία με τους χίλιους έρωτες και την ακαταμάχητη ομορφιά του!;

Σίγουρα πάντως τη φλόγα μιας ελεύθερης ψυχής που πέρασε πολλές δυσκολίες, μέσα από πολλά καμίνια. Αλλιώς πως γίνεται να ‘χει κανείς τόση γνώση και σοφία ως προίκα! Μόνο ασκητεύοντας στον πόνο και στη λαχτάρα για ζωή, με θρησκευτική προσήλωση κι ενθουσιασμό παιδιού. Ένας άγιος δαίμονας πνευματικός, που έχει μόνιμη θέση - στασίδι στην ψυχή μας. Που ρέει με μυστήριο και φλόγα ανάμεσα στις αράδες της ποίησης και των μυθιστορημάτων. Θέλει ψυχή, ειδάλλως δεν σ’ αρπάζει ο κυνηγός του ανέμου σ’ ένα βιβλίο κατακλισμένο από αρώματα  και μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα δοσμένη με όμορφη γλώσσα, ελληνική. Από μιά ψυχή Ηπειρώτικη και χέρια ικανά, που ζωγραφίζουν την πατρίδα της καρδιάς σ’ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το «Άγιοι και Δαίμονες».

 «Έπιασα να γράψω τούτο το στόρημα ως ιστορητής και ιστορούμενος.
 Να περπατήσουν πάνω στο χαρτί όσα μονάχος μου αξιώθηκα να ζήσω και όσα οι μαρτυρίες άλλων ακούμπησαν στην πένα μου.

Γιατί πολλών εζήτησα τη βοήθεια και μ’ απολογήθηκαν με το στόμα ή μου τα έδωκαν γραμμένα. Κι είναι και λόγια άλλων όπως τα εκράτησα στον νου μου, γιατί σαν με πήρε αυτός ο πυρετός εκείνοι ήσαν αφανισμένοι απ’ τη ζωή.
Ανίσως δε πλουτίζω με τη φαντασία μου όσα μπροστά δεν ήμουνα, τίποτε δεν αλλάζει απ’ την αλήθεια. Όλα τα βαθύτερα κατά πώς τα περιγράφω συνέβηκαν. Κι αν πελεκώ τις κουβέντες των ανθρώπων όπως ο ντουβαρτζής την πέτρα, είναι για να ημπορεί όποιος θελήσει να μετρηθεί με τις αράδες μου, να εννοεί και να καταλαβαίνει. Κι ακόμα, για να γενεί ετούτο το κτίσμα πιότερο στέριο και παραστατικό. Γιατί τότε, αφότου κινά η ιστορία μου, η γλώσσα μας σαν το θολό νερό ήταν, κι αν έτσι ατόφια την άπλωνα ομπρός στα μάτια σας, οπίσω θα μου εγυρίζατε τα γραφούμενά μου διά να σας εξηγώ. Και πλιο πού να με εύρετε! Κράτησα μονάχα ολίγον από το χρώμα και τη μυρουδιά απ’ όσους μου συντύχαν με τη λαλιά τους κι άφηκα καθώς μου τα έδωκαν τα γραφούμενα. Έτσι, σαν να μυρίζεται κανένας τον καφέ –που καχβέ τον λέγαμε– να γεύεται μια δυο ρουφηξιές και ίσαμε κει να μένει. Όλον να μην τον πίνει.
Αμά και να ’θελα, δεν θα ημπορούσα ολότελα τη γλώσσα μου να την απαρατήσω. Γιατί ο άνθρωπος ένα γίνεται με τη γλώσσα του κι αν την αποχωριστεί θε να ’ναι κάποιος άλλος. Θα ’ναι ωσάν να τον χτύπησε συφόρεση, αφήνοντας άγγιχτο το κορμί του και μισό το μνημονικό του. Και τι είναι ο άνθρωπος δίχως το βύζαγμα του χθες; Θεριό κι αγρίμι, και ντονμές και μουρτάτης, κατά πώς λαλούσαμε τους αρνησίθρησκους.
Κι αν καταγίνομαι να κάμω τούτο το στόρημα παραστατικό,
 είναι να μη σταθεί ο αναγνώστης αδιάφορος όπως στέκουν
οι περσότεροι στα ξένα παθήματα ή στ’ αλαργινά.
Γιατί θαρρώ πως έχει να ωφεληθεί ανάβοντας
το φιτίλι του στο καντήλι των καιρών μου.»
...θέλω να ιστορήσω τα των απλών ανθρώπων που ποτίζουν με τις ψυχές, με το αίμα και τις συνήθειες τους όλες τις κατοπινές γενιές. Γιατί, κατά πως στοχάζομαι, το μπόλι που βάνει στο νου του γιου ή της κόρης ο γονιός έχει πλιότερη αξία. Γιατί αυτό το μπόλι, πότε καλό και πότε κακό, βλασταίνει, γίνεται δεντρί και αποδείχνονται οι σκέψεις και τα χούγια οπού βύζαξε πιότερο δυνατά κι από τα διδάγματα του σχολειού..»

Συντονιστείτε με τα "παραμυθοποιήματα δια χειρός σοφίας" Παρασκευή 20.1.2012  από τις 4:00-6:00μ.μ. για ν'ακούσετε τι έχει να μας πει ο συγγραφέας και ποιητής Γιάννης Καλπούζος. Ως τότε προλαβαίνετε να απολαύσετε ένα διήγημα που έστειλε για τους ακροατές της εκπομπής και τον ευχαριστώ!

Λουνέμα

Είχα πεισθεί ότι ο ουρανός με αντέγραφε. Όποτε ήμουν ευδιάθετος τραβούσε τον ήλιο πίσω απ’ τα βουνά και τον έσπρωχνε σιγά-σιγά απ’ τη μια άκρη του ως την άλλη. Όποτε ήμουν λυπημένος έσκιζε εδώ κι εκεί το κορμί του και ξεπεταγόταν μαύρο αίμα, μελάνι τα σύννεφα. Κι ανεξήγητα πώς έσταζαν καθαρό νερό.
Εκείνο το απόγευμα έβρεχε. Και μέσα μου και έξω μου. Και φυσούσε. Τινάζονταν τα σεντόνια του νου μου, τυλίγονταν σαν δαιμονισμένα. Φούσκωναν οι κοιλιές τους και ξεσπούσαν σε ηχηρούς πλαταγισμούς. Σαν γλώσσες θεόρατες. Σαν να συγκέντρωναν απάνω τους όλα τ’ αλυχτίσματα της μέρας. Σαν να ’θελαν να δαγκώσουν το σκοτάδι που φύτρωνε αργά και μεγάλωνε όλο και πιο γρήγορα. Μα τους έλειπαν τα δόντια και θύμωναν. Και αυτομαστιγώνονταν με περισσότερη μανία. Κι ούτε που σκέφτονταν πως η νύχτα δεν έχει κορμί να το ξεσκίσουν. Ούτε καν ανάσα για να την τρομάξουν. Είναι βαφή αόρατη. Βάφει τα μάτια και τις ψυχές.
Έτσι, σα να περνούσα από θολό και κατεβασμένο ρέμα, πήγαινα και περπατούσα, μέχρι που έγιναν όλα ένα. Κορμί και ρούχα και βροχή. Κι απ’ τα παπούτσια μου ξεχείλιζαν νερά και φυσαλίδες σε κάθε βήμα. Μέχρι που έφθασα στην Πλάκα και μια τσιγγάνα που πούλαγε λουλούδια, με σταμάτησε. Είχε σταματήσει κι η βροχή. Ίσως και να μην ήταν τσιγγάνα. Ίσως άλλη να έβλεπα στο πρόσωπο της κι άλλα να έλεγαν τα χείλη της κι άλλα να άκουγα.
«Σου τα χαρίζω» είπε και μου πρότεινε τα λουλούδια, αλλά δεν την πίστεψα. Νόμιζα πως έψαχνε τρόπο να μου τα πουλήσει.
«Δε θέλω» απάντησα.
«Σου τα χαρίζω» επανέλαβε και προσπαθούσε να χώσει ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα στην τσέπη μου ή στο άνοιγμα του δερμάτινου που φορούσα.
Τραβήχτηκα, αλλά κάτι μ’ έκανε να τη ρωτήσω.
«Γιατί;»
«Γιατί είσαι όμορφος» απάντησε και μου πρότεινε πάλι τα τριαντάφυλλα.
Την κοίταξα προσεχτικά. Κάτω απ’ τα πολύχρωμα και φαρδιά της ρούχα, διαγράφονταν οι οξείες γωνίες του κορμιού της και οι ημικυκλικές προεξοχές. Παρατήρησα και το πρόσωπο. Φαινόταν μόλις να έχει δραπετεύσει απ’ το κάδρο κάποιου αναγεννησιακού πίνακα ή να ’χει γεννηθεί από μίξη χιλιάδων πορτραίτων που ζωγράφισαν τη στιγμή του οργασμού τους ισάριθμοι παθιασμένοι ζωγράφοι. Ταράχτηκα.
«Όποιος όμορφος περνά του χαρίζεις λουλούδια;» ρώτησα προσπαθώντας να διασκεδάσω την αμηχανία μου.
«Δεν είναι μόνο αυτό» είπε και με κοίταξε με τα καφετιά της μάτια.
«Τότε τι είναι;» ξαναρώτησα και κοιτώντας γύρω μου ένιωθα ανόητος με το διάλογο που είχα ανοίξει.
«Είναι γιατί βλέπω μέσα σου.»
«Τι πράγμα;» έκανα ξαφνιασμένος και χασκογέλασα τάχα πως δεν την πίστεψα. Αλλά μ’ έτρωγε η περιέργεια.
«Τι βλέπεις δηλαδή;»
«Βλέπω σεντόνια να τυλίγονται και να χτυπάνε στον αέρα. Και μια φωτιά που καίει μέσα σε βαθύ πηγάδι και να ρίχνεις τον κουβά να μαζέψεις τις φλόγες της…».
«Τι; Τι;» ψέλλισα κι ένιωθα να λύνονται τα πόδια μου, καθώς έμπαινε δεν ξέρω με ποιο τρόπο, πρώτα στις σκέψεις που έκανα νωρίτερα και μετά στο όνειρο που με βασάνιζε μήνες ολόκληρους.
«Σου αγοράζω όλα τα λουλούδια, αν πάμε να καθίσουμε κάπου να μιλήσουμε» πώς μου ήρθε και το είπα δεν ξέρω.
«Σε σένα δεν πουλάω, μόνο σ’ τα χαρίζω όλα» είπε εκείνη και συνέχισε «Πάμε, μόνο μη σε πιάσουν οι ντροπές». Είχε ήδη αρχίσει να με διαβάζει.
Μπήκαμε στο «Οιωνός». Το γκαρσόνι κινήθηκε να διώξει την τσιγγάνα.
«Είναι μαζί μου» τον πρόλαβα.
Με κοίταξε αμήχανα και ταλαντευόταν να μας διώξει ή να μας αφήσει. Προχώρησα πιάνοντας τη τσιγγάνα απ’ το μπράτσο, ενώ το γκαρσόνι σήκωνε τους ώμους του κι έκανε ένα μορφασμό στον μπάρμαν. Διάλεξα το γωνιακό τραπέζι. Δυο τρεις παρέες έριχναν κλεφτές ματιές. Εκείνη πρόσεξε ότι κοιτούσα γύρω μου.
«Αν ντρέπεσαι καλύτερα να φύγουμε. Μπορούμε να μιλήσουμε και στο παγκάκι» πρότεινε.
«Μην το ξαναπείς» είπα με σιγουριά.
Είχαν έρθει οι καφέδες, όταν σκέφτηκα ότι ακόμη δεν ήξερα ούτε τ’ όνομά της.
«Λουνέμα» την άκουσα να λέει, χωρίς να τη ρωτήσω.
«Τι είναι αυτό;»
«Το όνομά μου. Αυτό δεν σκεφτόσουν;»
Την κοίταξα χωρίς να κρύβω την έκπληξη μου.
«Θ’ αρχίσω να πιστεύω ότι οι τσιγγάνοι γνωρίζουν το πεπρωμένο» είπα έτσι για να πω κάτι.
«Αυτά είναι κουταμάρες.»
«Τότε πως μπορείς να ξέρεις τι σκέφτομαι;»
«Για σένα δηλαδή ό,τι είμαι είναι μόνο τσιγγάνα;»
«Όχι, Λουνέμα. Δεν ήθελα να πω αυτό. Αλλά τα έχω χαμένα» δικαιολογήθηκα.
«Χαμένα, γιατί;»
«Για όσα ξέρεις για μένα.»
«Ξέρω κι άλλα πολλά.»
«Σαν τι δηλαδή;»
«Γιατί θες ν’ ακούσεις ξανά, όσα ήδη ξέρεις;» Με στρίμωχνε με κάθε φράση της.
«Ίσως γιατί νομίζω ότι κανείς δε με καταλαβαίνει.»
«Ωραία. Και τι θες να μάθεις;»
«Ό,τι ξέρεις. Και πως το ξέρεις.»
Με κοίταξε στα μάτια και δεν τα πήρε από πάνω μου για όση ώρα μιλούσε. Κι έλεγε όσα συνέβαιναν μέσα μου και τα θεωρούσα δικά μου, εφτασφράγιστα μυστικά.
«Βλέπω δρόμους να μπλέκονται μεταξύ τους όπως τα φίδια. Να σμίγουν, να ενώνονται, να εξαφανίζονται και να εμφανίζονται ξανά. Ανέμους να στροβιλίζονται, να σχηματίζουν αέρινες μορφές με μάζα και σχήμα και κίνηση ανθρώπων, να ξεχωρίζουν, ημιαόρατοι, αέρας μες τον αέρα. Βλέπω καπνούς και θάλασσες και φωνές να σ’ αρπάζουν να σε βουτούν στο αίμα τους. Βλέπω ανάσες και νύχτες και ποτάμια να υφαίνονται στα χέρια σου. Να σε τραβούν σκιές και σκέψεις, να σε πατούν και να σε πηγαινοφέρνουν. Να ψάχνεις, να ρωτάς. Να στέκεσαι στα περάσματα και στα γεφύρια. Να μη μπορείς να περιμένεις. Να πηγαίνεις μαζί με το νερό και κόντρα. Γυμνός να κυλιέσαι στις πλαγιές και να ’χουν χιόνι. Να μπαίνεις στους κορμούς των δέντρων, στους τοίχους και στα κάστρα. Να χώνεσαι στο χώμα και να φυτρώνεις. Ν’ ανάβεις ήλιους σε σπηλιές και να κυλάς φεγγάρια στους γκρεμούς. Να δένεσαι, να λύνεσαι κι όλο δεμένος να ’σαι. Να σκιάζεσαι και να τρομάζεις. Να χαίρεσαι, να βασανίζεσαι. Να ’χεις κορμί και να μην έχεις. Τη μια να είσαι συ, την άλλη άλλος. Να μοιράζεσαι. Αλλού να στέλνεις το κορμί, αλλού το στόμα, αλλού τα μάτια. Εδώ το νου. Εκεί τα χέρια και παραπέρα την καρδιά. Να ξημερώνεσαι σ’ ένα δωμάτιο και να ’χεις κι άλλους δίπλα σου. Πολλούς. Πότε να τους βλέπεις και πότε να νιώθεις μόνος κι ας μην είσαι. Να βρέχει μες στα μάτια σου. Να βγαίνει μία δύναμη που πότε λες χαμένη πάει και πότε να ελπίζεις. Κι όλο να ονειρεύεσαι πως βρίσκεσαι στο ίδιο πηγάδι, που ’χει φωτιά στον πάτο. Και συ να ρίχνεις τον κουβά για να μαζέψεις φλόγες. Σαν τα σταφύλια στα καλάθια. Να τρώει η τριχιά την πέτρα και συ να τρως απ’ τον εαυτό σου.
»Βλέπω να με ρωτάς που τα ’μαθα και που τα ξέρω όλα τούτα και να σου λέω πως έχει μες τον κόσμο για κάθε έναν, έναν άλλο μόνο. Μόνον έναν. Που ξέρει να σε διαβάζει. Να μπαίνει μες στη σκέψη σου. Κι είναι τύχη μεγάλη αν τον βρεις. Κι είναι ποτάμι αμίλητο, που τρέχει απ’ τα μάτια στ’ άλλα μάτια. Κι είναι κρίμα αν το βρεις και δεν πιαστείς απ’ το νερό του.
»Σε βλέπω να δικαιολογείσαι, να λες αυτά τα ξέρω, αγάπησα, ερωτεύτηκα, τα ’χω μάθει. Αλλά να μην μπορείς αλλιώς να κάνεις. Να μ’ ακολουθείς σαν ρούχο που πάει με το κορμί. Γιατί αλλιώς σε τι χρειάζεται; Να μάχεσαι τη γη κι όμως δικός της να ’σαι. Κατάδικός της. Και να ’μαι η γη, που τρέμεις κι αγαπάς. Που κει κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι. Που πάνω της χορεύεις και πεθαίνεις.
»Να με κοιτάς, να λιώνεις, να θες να με φιλήσεις. Να ντρέπεσαι, αλλά να σε νικά το πάθος. Και να με φιλάς. Να σβήνεις πάνω στο κορμί μου. Να γίνεσαι πόδι γυμνό, να καίγεται και να ’μαι εγώ η άμμος, έρημος. Και να ’ναι τα χείλη μου όαση. Να περπατάς, να φτάνεις, να φεύγεις και να ξανάρχεσαι. Να ’μαι αλάτι που φέρνεις σαν το κύμα ως τα βράχια και μην τ’ αφήνεις να στεγνώσει, να το μαζεύεις με τη γλώσσα σου.
»Κι ύστερα κάπου να ξυπνάς το πρωί και η Λουνέμα να μην υπάρχει δίπλα σου. Και συ ν’ αναρωτιέσαι . Ποια ήταν η Λουνέμα; Υπήρχε ή δεν υπήρχε; Ανεμοτυλίχτηκαν ένα βράδυ τα κορμιά μας ή ήταν μια τσιγγάνα στην οδό Κυδαθηναίων που μου πρόσφερε λουλούδια; Που μου χάριζε τριαντάφυλλα κι εγώ ούτε που τόλμησα να τη ρωτήσω; Γιατί τάχα μου τα χαρίζει; Κι έβγαλα έτσι το συμπέρασμα πως βρήκε αυτόν τον τρόπο, για να με εξαναγκάσει να τ’ αγοράσω; Θ’ αναρωτιέσαι αν με ξέχασες γιατί ήθελες να με ξεχάσεις ή αν δεν τόλμησες ποτέ να με γνωρίσεις. Γιατί δεν ήξερες πως πίσω απ’ τη τσιγγάνα κρύβεται η Λουνέμα. Γιατί δεν αποφάσισες να κάνεις εκείνο το βήμα. Γιατί δεν τόλμησες.
«Και θα ’ρθεις πάλι μετά από καιρό. Χειμώνα. Κρύο πολύ. Και θα περπατάς μονάχος όπως σ’ αρέσει. Και θα με βρεις στον ίδιο δρόμο. Θα με κοιτάξεις. Θα σε κοιτάξω. “Θέλω ν’ αγοράσω όλα τα λουλούδια σου”, θα πεις κι εγώ θα σ’ απαντήσω: “Σου τα χάρισα μια φορά και θα σ’ τα χαρίσω όσες θες. Φτάνει μια φορά να με πεις, λουλούδι μου. Να με φιλάς και τα χείλη σου να λεν, Λουνέμα. Λουνέμα.” Και στη δική μας γλώσσα των δυονών μας, Λουνέμα και λουλούδι να ’ναι το ίδιο πράγμα.
»Και συ θα με φιλάς και θα λες, Λουνέμα. Και θ’ ακούγεται σα να λούζονται οι νύχτες, και θα μπλέκονται σε νύχτα μία. Χωρίς να ξέρεις πιο σκοτάδι είμαι γω και πιο σκοτάδι είσαι συ. Και πάλι δεν θα ξέρεις αν τόλμησες ή πίστεψες στο ίδιο σου το ψέμα.»

Από τη συλλογή διηγημάτων "Μόνο να τους άγγιζα"-Γιάννης Καλπούζος, εκδόσεις Κέδρος 2002